- φυλλοφάγος
- -ο, Ν1. (για ζώα, ιδίως έντομα) αυτός που τρέφεται με φύλλα2. το αρσ. ως ουσ. ο φυλλοφάγοςζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σκαραβεΐδες τής υπόταξης πολυφάγα, τα οποία προσβάλλουν διάφορα φυλλοβόλα δένδρα και κατατρώγουν τα φύλλα τους, προκαλώντας την πλήρη αποφύλλωσή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. Ως όρος τής ζωολ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phytophaga].
Dictionary of Greek. 2013.